1. Η ανάπτυξη της πόλης
Η Μερσίνα υπήρξε από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Κιλικίας κατά το 19ο αιώνα. Ευρισκόμενη στο ανατολικό άκρο της νότιας παράλιας ζώνης της Μεσογείου, αναδείχτηκε σε μείζον εξαγωγικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της Κιλικίας, καθώς εκεί κατέληγε το μεγαλύτερο μέρος των εξαγώγιμων προϊόντων της και από εκεί διακινούνταν στο εσωτερικό το σύνολο περίπου των εισαγωγών σε αυτήν. Στην Αρχαιότητα και τη Ρωμαϊκή εποχή η περιοχή ήταν γνωστή ως Ζεφύριον, ενώ το όνομά της η πόλη το πήρε από τη μυρσίνη, είδος θαμνώδους φυτού που αφθονούσε στην περιοχή.
Σε αντίθεση με άλλα αστικά κέντρα της Κιλικίας, η Μερσίνα υπήρξε μια εντελώς σύγχρονη πόλη που δημιουργήθηκε περίπου εκ του μηδενός σε χώρο στον οποίο δεν υπήρχε μέχρι το 19ο αιώνα κανένας συγκροτημένος ιστορικός οικισμός, πλην ολίγων ψαράδικων σπιτιών. Η τοποθεσία στην οποία χτίστηκε η πόλη ήταν παράλια. Η ρηχή και προστατευμένη ακτή θεωρήθηκε αρχικά ένα καλό εναλλακτικό αγκυροβόλιο σε σχέση με την Αλεξανδρέττα, που η θέση της την άφηνε εκτεθειμένη σε ισχυρούς ανέμους. Κατά τη δεκαετία του 1840 γύρω από το φυσικό αυτό αγκυροβόλιο άρχισε να οικοδομείται ο νέος οικισμός και με γρήγορους ρυθμούς ξεπήδησε η σύγχρονη πόλη της Μερσίνας. Ανεξάρτητα από την ευνοϊκή γεωγραφική θέση, η ανάπτυξη της πόλης ευνοήθηκε και από άλλους παράγοντες. Ο πρώτος είχε να κάνει με την ταχύτατη ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας στο σαντζάκι των Αδάνων και του εξαγωγικού προσανατολισμού της. Το λιμάνι της Μερσίνας, συνολικής έκτασης 60 εκταρίων, γρήγορα αναδείχτηκε το κύριο, αν όχι αποκλειστικό κέντρο εξαγωγής. Ο δεύτερος παράγοντας συνδέεται με τη διοικητική αναδιοργάνωση της περιοχής με τη δημιουργία του νέου βιλαετιού των Αδάνων μετά την απόσπαση των σαντζακιών των Αδάνων και του Cebelibereket Kozan από το βιλαέτι του Χαλεπίου και του σαντζακιού του İcel από το βιλαέτι του Ικονίου. Αρχικά η Μερσίνα ήταν έδρα καζά, διοικητικής υποενότητας του σαντζακιού των Αδάνων. Το σαντζάκι αυτό αποτελούσε το διοικητικό και οικονομικό κέντρο του βιλαετιού των Αδάνων, καθώς συμπεριλάμβανε τα τρία μεγάλα αστικά κέντρα του νομού, τα Άδανα, την Ταρσό και τη Μερσίνα. Στα 1889 η Μερσίνα αναβαθμίστηκε διοικητικά, καθώς έγινε έδρα διοίκησης στην οποία υπαγόταν πλέον η Ταρσός. Ο τρίτος παράγοντας που επέδρασε θετικά στην ταχύτατη ανάπτυξη της Μερσίνας ήταν η εσωτερική μετανάστευση που διοχετεύτηκε στο βιλαέτι των Αδάνων από άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας. Μέρος αυτής της μεταναστευτικής κίνησης κατευθύνθηκε προς τη Μερσίνα, ο πληθυσμός της οποίας αυξήθηκε εντυπωσιακά μέσα σε λίγες δεκαετίες.
2. Η ανάπτυξη του δικτύου συγκοινωνιών
Η σημαντική θέση της Μερσίνας αντικατοπτρίζεται στην ταχύτατη ανάπτυξη των συγκοινωνιών και της υποδομής της. Η πόλη οικοδομήθηκε παράλληλα με την παραλία με βάση σύγχρονες πολεοδομικές αντιλήψεις και διέθετε καινούργια δημόσια κτήρια. Οι δρόμοι της ήταν λιθόστρωτοι και αργότερα επιστρώθηκαν με άσφαλτο. Ο ρηχός βυθός του λιμανιού δεν επέτρεπε την προσάραξη των πλοίων. Η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν επάνω σε τέσσερις μεγάλες προβλήτες, οι οποίες ξεκινούσαν από τις αποβάθρες του λιμανιού και κατέληγαν στο σημείο που προσάραζαν τα πλοία, πεντακόσια και πλέον μέτρα από την παραλία. Τα πολύ μεγάλα πλοία δεν έφθαναν στις προβλήτες, αλλά εκφόρτωναν στα ανοικτά σε μικρότερα σκάφη, τα οποία μετά προσάραζαν στις προβλήτες. Παρά το αβαθές του λιμανιού και τις προβληματικές συνθήκες φόρτωσης και εκφόρτωσης, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες, η Μερσίνα αναδείχθηκε γρήγορα σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, όπου κάθε χρόνο ελλιμενίζονταν εκατοντάδες πλοία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1887 κατέπλευσαν στο λιμάνι της Μερσίνας 322 ατμόπλοια και 453 ιστιοφόρα συνολικής μεταφορικής ικανότητας 349.625 τόνων, το 1896 κατέπλευσαν 383 ατμόπλοια και 355 ιστιοφόρα συνολικής μεταφορικής ικανότητας 495.000 τόνων, ενώ το 1908 ο αριθμός έφθασε τα 552 ιστιοφόρα και 538 ατμόπλοια 655.260 τόνων.
Η Μερσίνα ήταν και η αφετηρία της σιδηροδρομικής γραμμής Μερσίνας-Ταρσού-Αδάνων, που διέσχιζε την Κιλικία. Η γραμμή, μήκους 67 χλμ., κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1880 από αγγλογαλλική εταιρεία για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη εξαγωγή του βαμβακιού και επρόκειτο να συνδεθεί με το σιδηρόδρομο της Βαγδάτης, το οποίο όμως δεν επιτεύχθηκε. Παρά την κερδοφορία της γραμμής, τα κέρδη δεν επαρκούσαν για την εξυπηρέτηση των τόκων των ομολογιών. Μόνο μετά το 1900 η εταιρεία ήταν σε θέση να αποδώσει μέρισμα.
3. Οικονομία
Η οικονομική δραστηριότητα στη Μερσίνα συνδέθηκε εξαρχής με τις μεγάλες προοπτικές της τοπικής βαμβακοκαλλιέργειας. Το βαμβάκι που παραγόταν στον κάμπο των Αδάνων κατέληγε για εξαγωγή στη Μερσίνα. Το ίδιο συνέβαινε και με τις άλλες καλλιέργειες της περιοχής, κυρίως τα δημητριακά και ζωικά προϊόντα.
Ο πίνακας που ακολουθεί παρουσιάζει το εμπόριο της Μερσίνας στο διάστημα 1896-1911.
Έτος | Εισαγωγές σε λίρες στερλίνες | Εξαγωγές σε λίρες στερλίνες |
1896 | 371.650 | 779.648 |
1897 | 296.414 | 473.842 |
1898 | 389.254 | 466.997 |
1899 | 336.753 | 657.420 |
1900 | 269.121 | 821.243 |
1901 | 432.950 | 988.990 |
1902 | 528.786 | 734.600 |
1903 | 629.450 | 1.802.394 |
1904 | 592.228 | 1.378.202 |
1905 | 694.726 | 927.476 |
1906 | 613.209 | 772.995 |
1907 | 670.830 | 786.610 |
1910 | 611.890 | 828.700 |
1911 | 635.203 | 818.995 |
Λόγω του ιδιαίτερου οικονομικού ενδιαφέροντος της Μερσίνας, το λιμάνι συγκέντρωσε πολλές υπηρεσίες. Η Οθωμανική Τράπεζα, η Deutche Orient Bank, η Τράπεζα Ανατολής, η Τράπεζα Αθηνών είχαν ανοίξει υποκαταστήματα για να εξυπηρετήσουν τη συνεχώς αυξανόμενη εμπορική κίνηση. Στη Μερσίνα επίσης λειτουργούσαν υποπροξενεία της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ελλάδας.
4. Η πόλη και ο πληθυσμός της
Η θέση και η λειτουργία της Μερσίνας την κατέστησαν από τα κυριότερα κέντρα του βιλαετιού των Αδάνων. Ο πληθυσμός της αποτελούσε ένδειξη και ταυτόχρονα συντελεστή της ταχύτατης ανάπτυξής της. Η μικρή ηλικία της πόλης δεν επιτρέπει συγκρίσεις με το παρελθόν. Το βέβαιο είναι ότι ο πληθυσμός της γνώρισε ταχύτατη αύξηση στη διάρκεια του β΄ μισού του 19ου αιώνα. Ακριβείς απογραφές δεν υπάρχουν και οι διαθέσιμες πληροφορίες έχουν σημαντικές αποκλίσεις, επιβεβαιώνοντας πάντως την ισχυρή αυξητική τάση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Cuinet, o πληθυσμός της Μερσίνας στις αρχές της δεκαετίας του 1890 προσέγγιζε τις 9.000. Βρετανικές προξενικές αναφορές ανεβάζουν τον αριθμό σε περισσότερους από 22.000 κατοίκους το 1908, ενώ, σύμφωνα με το Ημερολόγιον της Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητος«Ορθοδοξία», την ίδια περίπου περίοδο (1910) διαβιούσαν στη Μερσίνα 15.000 άτομα.1 Οι αποκλίσεις αυτές οφείλονται στην αδυναμία ακριβούς υπολογισμού των μεταναστών που κατέφθαναν καθημερινά στη πόλη τόσο μέσω θαλάσσης όσο και με το σιδηρόδρομο από το εσωτερικό της Κιλικίας και από άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια που συνοδεύουν τις παραθέσεις των αριθμών αυτών και που αναφέρονται στη συνεχή πληθυσμιακή αύξηση.2 Το βέβαιο πάντως είναι ότι η δυναμική αύξηση του πληθυσμιακού δυναμικού της πόλης έτεινε να την καταστήσει ισχυρότερη δημογραφικά από την Ταρσό, μια πόλη που κατοικούνταν συνεχώς από την Αρχαιότητα.
Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζουμε και με τον υπολογισμό της σύνθεσης του πληθυσμού κατά θρησκευτικές ομάδες. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η πλειονότητα των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι, ενώ η ισχυρότερη μη μουσουλμανική κοινότητα ήταν η ορθόδοξη, ο πληθυσμός της οποίας κυμαινόταν ανάμεσα στις 3.000 και τις 4.000.3 Σε σχέση πάντως με τα Άδανα και την Ταρσό η αναλογία των μη μουσουλμάνων με τους μουσουλμάνους ήταν αισθητά μικρότερη.
Η Μερσίνα αναπτύχθηκε γύρω από την περιοχή του λιμανιού, το οποίο είχε μεγάλη έκταση. Η σύγχρονη φυσιογνωμία της επέδρασε αρνητικά στη διαμόρφωση διακριτών περιοχών κατοικίας για μουσουλμάνους και χριστιανούς. Η γρήγορη ανάπτυξη του λιμανιού συνδυάστηκε με την κατασκευή μεγάλων αποθηκών και νέων κτηρίων που στέγαζαν εμπορικές, ασφαλιστικές, ναυτιλιακές και τραπεζικές εργασίες. Σύντομα όμως η Μερσίνα απέκτησε και βιομηχανικό τομέα. Σύμφωνα με υπάρχουσες πληροφορίες, στη δεκαετία του 1900 λειτουργούσαν τέσσερα υφαντουργία, δύο μεγάλοι αλευρόμυλοι, ένα εργοστάσιο πάγου και ένα τουβλοποιείο, καθώς και αριθμός μικρότερων βιοτεχνιών.
Η γρήγορη πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης και η ιδιαίτερη γεωγραφική θέση της δεν εγγυούνταν καλές συνθήκες δημόσιας υγείας σε αυτήν. Το κλίμα της Μερσίνας ήταν υγρό και ανθυγιεινό, λόγω της παράλιας θέσης της και της γειτνίασης με μεγάλες ελώδεις εκτάσεις, ενώ η πυκνή προσέλευση μεταναστών και ο συνωστισμός τους στην πόλη επέτεινε το πρόβλημα της δημόσιας υγιεινής. Ωστόσο, στις αρχές του 20ού αιώνα η σταδιακή αποξήρανση ελών γύρω από την πόλη για τις ανάγκες της οικοδόμησης νέων κατοικιών επέδρασε θετικά και βελτίωσε το κλίμα.
5. Η ορθόδοξη κοινότητα της Μερσίνας
Πόλη μεταναστών, η Μερσίνα υποδέχτηκε πολλούς ορθοδόξους, οι οποίοι άρχισαν να εγκαθίστανται εκεί από τη δεκαετία του 1840, έχοντας αφετηρία την Κύπρο, την Καππαδοκία, τη Συρία, τη Χίο και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Οι ορθόδοξοι κάτοικοί της ήταν στην πλειονότητά τους ελληνόφωνοι, αλλά σε αυτούς συγκαταλέγονταν και ομάδες τουρκόφωνων και κυρίως αραβόφωνων. Παρότι οι πληροφορίες που υπάρχουν για αυτούς είναι ελάχιστες, φαίνεται πως η εγκατάστασή τους ακολούθησε ένα γνωστό μοντέλο που βασιζόταν στα δίκτυα της συγγένειας. Η επιτυχής εγκατάσταση ενός ή περισσότερων μελών μιας οικογένειας στην πόλη δημιουργούσε τις βάσεις για την εγκατάσταση νέων μελών της οικογένειας και συντηρούσε σταθερά μια μεταναστευτική κίνηση προς τη Μερσίνα. Οι επαφές ανάμεσα στους ορθοδόξους της Μερσίνας δεν ήταν εξαρχής στενές, καθώς επρόκειτο για ομάδες μεταναστών διαφορετικής γεωγραφικής προέλευσης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις υπήρχε η τάση δημιουργίας ξεχωριστών συνοικιών, όπως τα Κυπριώτικα, όπου διέμεναν ορθόδοξοι της ίδιας προέλευσης. Αντιστάθμισμα στην τάση συγκέντρωσης φαίνεται πως ήταν η ίδια η πόλη και οι ρυθμοί ανάπτυξής της. Οι οικονομικές δραστηριότητες, το ανταγωνιστικό εμπόριο και ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Μερσίνας επέτρεπαν τη δημιουργία σχέσεων πέραν της οικογένειας και της εντοπιότητας. Οι επιγαμίες ανάμεσα σε ορθοδόξους διαφορετικής γεωγραφικής προέλευσης δεν ήταν σπάνιες. Η διαμόρφωση κοινοτικών θεσμών και καταστημάτων διεύρυνε τα δίκτυα οριζόντιας επικοινωνίας, χωρίς ωστόσο να ακυρώσει την ισχυρή συγγενική διάσταση.
Σχετικά με τον αριθμό των ορθοδόξων που κατοικούσαν στην πόλη της Μερσίνας οι πληροφορίες είναι λίγες. Μια γενική εκτίμηση τους υπολογίζει σε 3.000-4.000, αλλά ο αριθμός αυτός θα μπορούσε κατά περιόδους να είναι μεγαλύτερος αν συνεκτιμηθεί ένας κυμαινόμενος αριθμός μεταναστών που δε διέμεναν ή δεν κατόρθωναν τελικά να εγκατασταθούν μόνιμα στην πόλη. Σε αυτό τον αριθμό συνήθως συμπεριλαμβάνονται και αραβόφωνοι ορθόδοξοι, οι οποίοι διαφοροποιήθηκαν από την υπόλοιπη κοινότητα στη διάρκεια της κρίσης που προκάλεσε το Αντιοχικό ζήτημα.
Με δεδομένη την οικονομική λειτουργία της Μερσίνας, ήταν αναμενόμενη η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των ορθοδόξων με το εμπόριο, τη ναυτιλία, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Η διαμόρφωση της κοινότητας συνδέεται άμεσα με τις προσδοκίες στον οικονομικό τομέα τις οποίες πρόσφερε η πεδιάδα της Κιλικίας. Προεξάρχουσα θέση είχαν επιχειρήσεις ορθοδόξων στο εμπόριο και τη βιομηχανία αλλά και στον τραπεζικό τομέα. Σύμφωνα με τα ευρετήρια του Δελτίου του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Κωνσταντινουπόλεως του 1912, υπήρχαν 26 εμπορικές επιχειρήσεις ομογενών που δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο και την εξαγωγή του βαμβακιού, αλλά και σε εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων, στο χονδρεμπόριο και το λιανικό εμπόριο.4 Ο αριθμός αυτός πρέπει να ήταν όμως μεγαλύτερος, εάν λάβουμε υπόψη τις πληροφορίες που υπάρχουν στο αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, οι οποίες αναφέρουν και άλλες επωνυμίες. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις αυτές δηλώνουν ενασχόληση και με άλλους τομείς πλην του εμπορίου, συγκεκριμένα στις ασφάλειες και τη ναυτιλία. Ο οίκος Μαυρομμάτη αποτελούσε τη μεγαλύτερη επιχείρηση ομογενειακών συμφερόντων στο εμπόριο και τον τραπεζικό τομέα. Η οικογένεια Μαυρομμάτη προερχόταν από την Κύπρο και ασχολήθηκε νωρίς με το εμπόριο, τις τραπεζικές εργασίες και τη βιομηχανία. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης ίδρυσε στην Ταρσό μεγάλη βιομηχανική μονάδα νηματουργίας και αλευροποιίας. Λέγεται ότι κατά τη Χαμιδική περίοδο η επιρροή της οικογένειας, και κυρίως του Αντωνίου Μαυρομμάτη, στη Μερσίνα ήταν μεγάλη και οφειλόταν τόσο στις σχέσεις με το οθωμανικό δημόσιο όσο και στη θέση που κατείχε ο τελευταίος ως υποπρόξενος της Ρωσίας. Υπήρχαν όμως και άλλοι ισχυροί επιχειρηματίες, όπως ο βιομήχανος Λυκιαρδόπουλος, οι Συμεώνογλου και ο Μποδοσάκης, τα εργοστάσια του οποίου προμήθευαν τον οθωμανικό στρατό με άλευρα και πυρομαχικά κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον στην πόλη ζούσαν και εργάζονταν πολλοί δικηγόροι και γιατροί που βρήκαν πρόσφορο έδαφος απασχόλησης στο εμπορικό αυτό κέντρο.
Η ανθηρή αυτή κοινότητα ανέπτυξε τα δικά της καταστήματα και τους δικούς της θεσμούς. Η μεγαλοπρεπής εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που χτίστηκε το 1875 με δαπάνη της οικογένειας Μαυρομμάτη, αποτελούσε το καύχημα των ορθοδόξων της Μερσίνας και επέτρεψε τον εκκλησιασμό της συνεχώς διευρυνόμενης κοινότητάς τους. Κατά το παρελθόν οι ορθόδοξοι εκκλησιάζονταν στη μικρή εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, η οποία μετά την ανέγερση της νέας εκκλησίας χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από τους αραβόφωνους ορθοδόξους. Η κοινότητα ίδρυσε τα δικά της σχολεία στην δεκαετία του 1890, ένα αρρεναγωγείο και ένα παρθεναγωγείο, τα οποία αναδιοργανώθηκαν το 1900. Στο σχολείο φοιτούσαν το 1910 περί τους 120 μαθητές κατανεμημένοι σε επτά τάξεις με πέντε δασκάλους και έναν παιδονόμο, ενώ στο παρθεναγωγείο διδάσκονταν 200 μαθήτριες με τέσσερις δασκάλες. Η δαπάνη λειτουργίας του αρρεναγωγείου έφτανε την ίδια χρονιά τις 360 λίρες ετησίως, ποσό το οποίο η κοινότητα προσπαθούσε να εξασφαλίσει με τα έσοδα θεατρικών παραστάσεων και άλλων εκδηλώσεων. Για το σκοπό της υποστήριξης του αρρεναγωγείου ιδρύθηκε η Αδελφότητα «Ορθοδοξία». Αντίθετα, οι δαπάνες του παρθεναγωγείου καλύπτονταν από την οικογένεια Μαυρομμάτη, η οποία είχε αναλάβει εξολοκλήρου και το κόστος κατασκευής του σύγχρονου κτηρίου που το στέγαζε. Τα σχολεία της κοινότητας αντιμετώπιζαν τον ανταγωνισμό των σχολείων των δυτικών ιεραποστολών, που λειτουργούσαν στην πόλη από τη δεκαετία του 1880. Η μία προτεσταντική και οι δύο καθολικές σχολές της Μερσίνας απευθύνονταν στους χριστιανούς της πόλης, ορθοδόξους και Αρμενίους, και σε αυτές φοιτούσαν πάνω από διακόσιοι μαθητές από χριστιανικές οικογένειες. Η ιεραποστολική εκπαίδευση δημιουργούσε φόβους προσηλυτισμού και αντιμετωπιζόταν με ανοικτή εχθρότητα από τις κοινοτικές και εκκλησιαστικές αρχές που συνεπικουρούνταν από τη δραστηριότητα ορθόδοξων και ελληνικών συλλόγων, με κυριότερο το Σύλλογο Μικρασιατών «Ανατολή».
Η κοινότητα της Μερσίνας διοικούνταν από δημογεροντία, τα μέλη της οποίας ανανεώνονταν τακτικά. Η δημογεροντία συνεργαζόταν με την εκκλησιαστική επιτροπή και τη σχολική εφορεία για τη διευθέτηση των εκπαιδευτικών, εκκλησιαστικών και κοινοτικών πραγμάτων. Η δημογεροντία συγκαλούσε έκτακτες γενικές συνελεύσεις για την αντιμετώπιση άμεσων προβλημάτων που συνδέονταν κυρίως με την εκπαίδευση και τις αυξημένες δαπάνες των σχολείων. Τα βιβλία της κοινότητας, γραμμένα στα καραμανλίδικα και τα ελληνικά, διασώζονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ). Κατά τη δεκαετία του 1900 οι αρχές και η κοινότητα της Μερσίνας ενεπλάκησαν ενεργά στο Αντιοχικό ζήτημα αρνούμενες τις υποδείξεις του Πατριαρχείου Αντιοχείας σχετικά με την ενθρόνιση νέου μητροπολίτη Αδάνων και Ταρσού. Ο μητροπολίτης Γερμανός είχε αντιταχθεί στην εκλογή του αραβόφωνου Πατριάρχη Αντιοχείας Μελετίου και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη αφήνοντας χηρεύουσα τη μητρόπολή του. Στα 1903 ο Πατριάρχης Μελέτιος χειροτόνησε τον Αλέξανδρο Ταχάν νέο μητροπολίτη, αλλά η εγκατάστασή του στη Μερσίνα κατέστη αδύνατη. Την ημέρα της άφιξής του εκεί μεγάλο πλήθος ορθοδόξων είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι και εμπόδιζε την αποβίβασή του. Δύο χρόνια αργότερα επιχειρήθηκε εκ νέου η εγκατάσταση του Ταχάν στη Μητρόπολη. Το Πατριαρχείο απέστειλε αργότερα το μητροπολίτη Τύρου Σιδώνος Ηλία στη Μερσίνα ως πατριαρχικό έξαρχο, αλλά η υποδοχή του δεν υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, παρά το γεγονός ότι εγκαταστάθηκε στην πόλη. Το Αντιοχικό ζήτημα διαίρεσε την ορθόδοξη κοινότητα της πόλης στα δύο. Η ελληνόφωνη και τουρκόφωνη πλειονότητα συντάχθηκαν ανοικτά με τους πολέμιους του Μελετίου, ενώ η αραβόφωνη μειονότητα φαίνεται πως τον υποστήριξε. Το Αντιοχικό ζήτημα λειτούργησε ως καταλύτης στην πολιτικοποίηση πολιτισμικών γνωρισμάτων που μέχρι τότε δεν είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς και στη συγκρότηση δύο διαφορετικών ομάδων στη βάση πλέον της εθνοτικής διαφοράς. Οι εθνικές διακρίσεις στην κοινότητα της Μερσίνας ανάμεσα σε Έλληνες και Άραβες προέκυψαν επάνω στη βάση αυτή. Από την άλλη πλευρά, παραμένει αδιευκρίνιστος ο βαθμός συμμετοχής των λιγότερο επιφανών ορθοδόξων σε αυτή την υπόθεση. Η αντιπαράθεση οργανώθηκε από τις αρχές της κοινότητας, δηλαδή από τη μικρή εκείνη κοινωνική ομάδα που διαχειριζόταν τη δημογεροντία, η οποία ήταν υπεύθυνη για την πολιτική κινητοποίηση της κοινότητας, με προεξάρχοντα μέλη το Δημήτριο Σάτηρ και το Λυκιαρδόπουλο. Ας σημειωθεί ότι ο Αντώνιος Μαυρομμάτης, ως πρόξενος της Ρωσίας που διέκειτο φιλικά προς το Μελέτιο, αντιδρούσε στην αντιπαράθεση με το Πατριαρχείο Αντιοχείας, το οποίο υποστήριζαν τα περισσότερα μέλη της δημογεροντίας και της συνέλευσης. Στη διαμάχη αυτή ενεργό ρόλο έπαιξε και το ελληνικό υποπροξενείο που επηρέαζε τα μέλη της δημογεροντίας προς μια σκληρή αντιπολίτευση στο θρόνο Αντιοχείας.
Η κοινότητα της Μερσίνας διατήρησε την ισχυρή οικονομική της θέση μέχρι και τη συνθήκη της Λωζάννης, όταν με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι εναπομείναντες ορθόδοξοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ένα μέρος της κοινότητας, ωστόσο, είχε εγκαταλείψει νωρίτερα την πόλη, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Άγκυρας το 1921 ανάμεσα στη Γαλλία και την κεμαλική Τουρκία, με βάση την οποία η Γαλλία αποχωρούσε από την Κιλικία, η οποία παραχωρήθηκε στην Τουρκία.