|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
αγίασμα, το
Το αγιασμένο νερό, αλλά και ο ιερός χώρος απ’ όπου αναβλύζει το ιαματικό ύδωρ, το οποίο οι πιστοί πίνουν ή ραντίζονται με αυτό ή ακόμα λούζονται μέσα σε αυτό για να θεραπευτούν. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αγιάσματα μπορούν να διακριθούν σε αγιάσματα ενωμένα με τις φιάλες των βασιλικών, σε αγιάσματα με λουτρώνες, σε μαρτύρια με αγιάσματα και σε αυτοτελή αγιάσματα.
|
μετόχι
Στη βυζαντινή περίοδο, μετόχι ονομαζόταν η ιδιοκτησία που παραχωρούνταν σε ένα μοναστήρι ως πρόσοδος και λειτουργούσε ως παράρτημά του. Τα μετόχια συνήθως βρίσκονταν σε απομακρυσμένες θέσεις ως προς το μοναστήρι στο οποίο ανήκαν, και περιλάμβαναν διάφορες εγκαταστάσεις (εκκλησία, κελιά, ξενώνες κλπ).
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|