|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
δοξογραφία
Αρχαίο γραμματειακό είδος στο οποίο ιστορικοί της φιλοσοφίας και φιλόσοφοι συνοψίζουν απόψεις και διδασκαλίες («δόξαι») πρωιμότερων φιλοσόφων, τα έργα των οποίων είχαν χαθεί ή ήταν δυσεύρετα. Ο όρος αποτελεί νεολογισμό του μεγάλου Γερμανού κλασικού φιλολόγου Hermann Diels.
|
Περιπατητική Σχολή, η ή Περίπατος, ο
Φιλοσοφική σχολή που συνέχιζε την αριστοτελική παράδοση, εμμένοντας περισσότερο στο εξωτερικό διδακτικό έργο της σχολής του Αριστοτέλη και λιγότερο στο περιεχόμενο της φιλοσοφίας του.
|
υλιστικός μονισμός, ο
Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία αρχή της ύπαρξης, πηγή της πραγματικότητας, είναι μία μόνο υλική ουσία.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|