|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
λεγάτος, ο (λατ. legatus)
O πρέσβης της ρωμαϊκής συγκλήτου: α) προς τα ξένα έθνη και β) προς τους διοικητές των στρατευμάτων ως συμμέτοχος στη διοίκηση. Γενικά, εφόσον εκτελούσε εντολές της συγκλήτου, ήταν δημόσιος λειτουργός. Θεωρούνταν ιερό πρόσωπο. Σε μεταγενέστερους χρόνους λεγάτος ονομαζόταν ο απεσταλμένος αντιπρόσωπος σε ξένη χώρα. Το συναντούμε ως αξίωμα του επικεφαλής των ιταλικών παροικιών στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Οι απεσταλμένοι της παπικής Έδρας με δικαιοδοσία να διευθετούν εκκλησιαστικά ζητήματα ονομάζονταν επίσης λεγάτοι.
|
ύπατος, ο (consul)
Αξιωματούχος του ρωμαϊκού κράτους. Την περίοδο της Δημοκρατίας ήταν το ανώτατο πολιτικό και στρατιωτικό αξίωμα της πολιτείας, ενώ κάθε χρόνο εκλέγονταν δύο ύπατοι. Το υπατικό αξίωμα επιβίωσε και στην Αυτοκρατορική περίοδο με τιμητικό πλέον χαρακτήρα, καθώς και στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα η θέση του υπάτου στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία ήταν χαμηλή, μόλις ανώτερη του σπαθαρίου, αλλά το 10ο αιώνα εμφανίζεται και πάλι ως αξίωμα, πιθανώς με δικαστικές αρμοδιότητες. Ο τίτλος του υπάτου παύει να χρησιμοποιείται μετά το 12ο αιώνα.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|